- χονδροφυής
- χονδρο-φῠής, ές,A cartilaginous, Matro Conv.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χονδροφυής — cartilaginous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδροφυής — ές, Α αυτός τού οποίου η σύσταση αποτελείται από χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο φυής, ὀδοντο φυής] … Dictionary of Greek